διαχρονία

διαχρονία
η
όρος τής σύγχρονης γλωσσολογίας που θεσπίστηκε από τον F. de Saussure και αναφέρεται στην περιγραφική ανάλυση και μελέτη τής εξελίξεως μιας γλώσσας στη ροή τού χρόνου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • συγχρονία — η, Ν (γλωοσ.) η μελέτη τής γλώσσας με τη μορφή που λειτουργεί σε έναν συγκεκριμένο χώρο και σε ορισμένη χρονική στιγμή, σε αντιδιαστολή με τη διαχρονία, δηλαδή τη μελέτη τής γλώσσας στην πορεία και εξέλιξή της μέσα στον χρόνο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”